Ζούμε σε μια εποχή όπου η ταυτότητα, η ευτυχία και η αξία μας φαίνεται συχνά να μετριούνται μέσα από το τι έχουμε: το κινητό μας, τα ρούχα μας, το σπίτι μας, το αυτοκίνητό μας, τα ταξίδια που αναρτούμε στα Social media. Ο καταναλωτισμός είναι το φαινόμενο της υπερβολικής προσήλωσης στην απόκτηση αγαθών και υπηρεσιών και τα τελευταία χρόνια έχει εισχωρήσει σε κάθε πτυχή της ζωής μας, υποσχόμενος ότι μπορεί να γεμίσει τα δικά μας συναισθηματικά κενά.
Αλλά πόσο αληθινή είναι αυτή η ανάγκη του να έχουμε; Πόσο μας επηρεάζει τελικά το “έχω” στο ποιοι είμαστε; Μπορεί η κατανάλωση να αντικαταστήσει την ουσιαστική αίσθηση του “είμαι”;
Σε αυτό το άρθρο, θα διερευνήσουμε τις ψυχολογικές ρίζες του καταναλωτισμού, τη σύνδεσή του με την ταυτότητα μας, τις επιπτώσεις του στην ψυχική υγεία, αλλά και πρακτικούς τρόπους να επανασυνδεθούμε με την αυθεντική πτυχή του εαυτού μας.
Τι είναι ο καταναλωτισμός και πώς αναπτύχθηκε
Ο καταναλωτισμός δεν υπήρχε πάντα. Στις πρώτες κοινωνίες, οι άνθρωποι κατανάλωναν με βάση τις τότε συγκεκριμένες τους ανάγκες τους: το φαγητό, το καταφύγιο, τα απαραίτητα για την επιβίωση. Με τη βιομηχανική επανάσταση όμως, η παραγωγή μαζικών αγαθών δημιούργησε για πρώτη φορά πλεόνασμα. Αυτό το πλεόνασμα έπρεπε να βρει αγοραστές και έτσι γεννήθηκε η κουλτούρα της επιθυμίας.
Η διαφήμιση και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ανέλαβαν να καλλιεργήσουν «τεχνητές ανάγκες» δηλαδή την αίσθηση ότι χρειαζόμαστε κάτι όχι για να επιβιώσουμε, αλλά για να νιώσουμε σημαντικοί, ελκυστικοί και επιτυχημένοι. Ο άνθρωπος δεν αγόραζε πια απλώς ένα ρολόι για να βλέπει την ώρα αγόραζε κύρος, γόητρο και ταυτότητα.
Στις μεταπολεμικές δεκαετίες, η καταναλωτική κουλτούρα έγινε ταυτόσημη με την κοινωνική άνοδο. Το “έχω” άρχισε να υποκαθιστά το “είμαι” έτσι με αποτέλεσμα όποιος είχε περισσότερα, θεωρούνταν πιο άξιος, πιο επιτυχημένος, πιο «πλήρης».
Τι είναι ο συνειδητός καταναλωτισμός;
Σε αντίθεση με τον παθητικό καταναλωτισμό, ο συνειδητός καταναλωτισμός βασίζεται στην επίγνωση: να γνωρίζουμε τι αγοράζουμε, γιατί το αγοράζουμε και ποιον επηρεάζουμε μέσα από αυτή την επιλογή. Πρόκειται για μια στάση ζωής που εστιάζει στη βιωσιμότητα, στην κοινωνική ευθύνη και, κυρίως, στην εσωτερική επάρκεια. Δεν απορρίπτει την κατανάλωση απλά την μετατρέπει από μηχανική συνήθεια σε πράξη συνειδητής επιλογής.
Από το “Έχω” στο “Είμαι” — Η ψυχολογική διάσταση
Ο Γερμανός ψυχαναλυτής Erich Fromm, στο κλασικό του έργο To Have or To Be, περιγράφει δύο τρόπους ύπαρξης: τον τρόπο του “έχω” και τον τρόπο του “είμαι”. Ο πρώτος στηρίζεται στην κατοχή και τον έλεγχο ενώ ο δεύτερος στην αυθεντική εμπειρία και τη δημιουργική παρουσία μας στην κοινωνία.
Στη σύγχρονη κοινωνία, το “έχω” έχει γίνει ο κυρίαρχος τρόπος ύπαρξης. Τα αντικείμενα δεν είναι απλώς χρηστικά αποτελούν προεκτάσεις της ταυτότητάς μας. Το κινητό που κρατάμε, τα ρούχα που φοράμε, ακόμα και τα brands που επιλέγουμε, γίνονται κομμάτια του εαυτού μας.
Αυτή η διαδικασία οδηγεί στο φαινόμενο της υπαρξιακής αναπλήρωσης (compensatory consumption): όταν αισθανόμαστε ανεπαρκείς ή ανασφαλείς, καταναλώνουμε για να καλύψουμε συναισθηματικά κενά. Η αγορά λειτουργεί ως «επίδεσμος» για την αυτοεκτίμηση μας. Για λίγο νιώθουμε πληρότητα αλλά σύντομα το αίσθημα φθίνει, και ο φαύλος κύκλος επαναλαμβάνεται.
Η κοινωνική σύγκριση επιδεινώνει το φαινόμενο. Βλέποντας γύρω μας και κυρίως στα social media ανθρώπους που φαίνονται να έχουν «περισσότερα», πυροδοτείται το αίσθημα ότι «στερούμαστε κάτι». Όσο περισσότερο συγκρίνουμε τους εαυτούς μας, τόσο περισσότερο αισθανόμαστε εσωτερικά ανεπαρκείς. Το αποτέλεσμα είναι ένα διαρκές κυνήγι: να αποκτήσουμε κάτι που ίσως, βαθιά μέσα μας, δεν χρειαζόμαστε.
Οι επιπτώσεις του καταναλωτισμού στην ψυχική υγεία
Ο καταναλωτισμός υπόσχεται χαρά, αλλά συχνά γεννά άγχος. Η πίεση να ανταποκριθούμε στα πρότυπα της κοινωνίας οδηγεί σε δυστυχία: η ικανοποίησή μας εξαρτάται από το τι έχουν οι άλλοι. Η ψυχολογία έχει δείξει ότι όσο περισσότερο συγκρίνεται κάποιος κοινωνικά, τόσο πιο χαμηλή είναι η αυτοεκτίμησή του.
Το φαινόμενο του FOMO (Fear of Missing Out) ενισχύει την ανησυχία: η διαρκής έκθεση σε εικόνες επιτυχίας και κατανάλωσης μας κάνει να νιώθουμε πως αν δεν συμμετέχουμε, μένουμε πίσω. Το scroll στα social media μετατρέπεται σε ψυχολογικό μαρτύριο κάθε εικόνα ενός ταξιδιού ή μιας αγοράς πυροδοτεί την αίσθηση ότι “κάτι μου λείπει”.
Η κατανάλωση με τον καιρό γίνεται μηχανισμός διαχείρισης στρες, μοναξιάς ή λύπης. Όμως, όπως κάθε εξάρτηση, προσφέρει προσωρινή ανακούφιση αλλά μακροπρόθεσμη φθορά: το άγχος επανέρχεται, η οικονομική πίεση αυξάνεται και η αίσθηση ελέγχου μειώνεται.
Τα social media λειτουργούν ως ενισχυτές αυτής της εξάρτησης. Δημιουργούν ψεύτικους εαυτούς, επιμελημένες εκδοχές της ζωής που καλλιεργούν φθόνο και ανασφάλεια. Ο άνθρωπος μετατρέπεται από υποκείμενο σε “προϊόν”: προβάλλει ό,τι έχει, όχι ό,τι είναι.
Πώς Μπορούμε να Ξαναβρούμε το “Είμαι”
Η απεξάρτηση από τον καταναλωτισμό δεν είναι άρνηση της ύλης, είναι επαναπροσδιορισμός της σχέσης μας με αυτήν. Το κλειδί βρίσκεται στην ενσυνειδητότητα και την αυτογνωσία. Όταν μαθαίνουμε να παρατηρούμε τις επιθυμίες μας χωρίς να τις κρίνουμε, μπορούμε να αναγνωρίσουμε ποιες πηγάζουν από εσωτερική ανάγκη και ποιες από κοινωνική πίεση.
Η απλότητα δεν σημαίνει στέρηση, αλλά ελευθερία. Σημαίνει να επιλέγεις ποιοτικά και όχι ποσοτικά να κρατάς ό,τι έχει πραγματική αξία για σένα και για την δική σου αξία.
Η ψυχοθεραπεία μπορεί να αποτελέσει πολύτιμο εργαλείο σε αυτή τη διαδικασία. Μέσα από τη θεραπευτική σχέση, ο άνθρωπος ανακαλύπτει ότι η αξία του δεν εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες, αλλά από την αυθεντικότητα, τη σύνδεση και την αποδοχή του εαυτού του.
Η καλλιέργεια αξιών πέρα από την ύλη όπως η φιλία, η αγάπη, η δημιουργικότητα, η πνευματικότητα λειτουργεί ως αντίβαρο στον φαύλο κύκλο της κατανάλωσης. Όταν γεμίζουμε τη ζωή μας με νόημα, οι αγορές χάνουν τη δύναμή τους να καλύπτουν το κενό.
Ο καταναλωτισμός μάς έχει διδάξει να αναζητούμε την αξία μας έξω από εμάς να πιστεύουμε ότι η πληρότητα αγοράζεται, ότι η αποδοχή κερδίζεται με status. Όμως το “έχω” δεν μπορεί ποτέ να αντικαταστήσει το “είμαι”. Το πρώτο είναι προσωρινό ενώ το δεύτερο ουσιαστικό.
Το κάλεσμα της εποχής μας είναι να ξαναβρούμε το “είμαι”: να επιστρέψουμε σε μια ζωή πιο συνειδητή, πιο αληθινή, πιο ανθρώπινη. Εκεί όπου η αξία μας δεν μετριέται με αγορές, αλλά με παρουσία όπου η ευτυχία δεν αγοράζεται, αλλά καλλιεργείται μέσα μας.
Στη roē, πιστεύουμε πως κάθε άνθρωπος έχει μέσα του την ικανότητα να ξαναβρεί το “είμαι” του: αυτόν τον αυθεντικό, ζωντανό πυρήνα που συχνά χάνεται κάτω από στρώματα ρόλων, απαιτήσεων και καταναλωτικών προσδοκιών.
Μέσα από τη θεραπευτική σχέση, την αποδοχή και τη βαθιά ενσυναίσθηση, δημιουργούμε έναν χώρο ασφάλειας όπου το άτομο μπορεί να σταθεί απέναντι στον εαυτό του χωρίς φόβο, χωρίς κρίση, με καλοσύνη.
Εδώ, το “έχω” παύει να είναι μέτρο αξίας και γίνεται απλώς εργαλείο. Το “είμαι” ξαναβρίσκει τη φωνή του μέσα από την αυτογνωσία, την αυθεντικότητα και τη σύνδεση.
Για εμάς στη roē, η ψυχική υγεία δεν είναι απλώς η απουσία συμπτωμάτων, αλλά η παρουσία νοήματος η δυνατότητα να είσαι η αλήθεια σου και η ικανότητα να ζεις με επίγνωση, αγάπη προς τον εαυτό σου.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
- Fromm, E. (1976). To Have or To Be? New York: Harper & Row.
- Dittmar, H. (2008). Consumer Culture, Identity and Well-Being: The Search for the “Good Life” and the “Body Perfect.” Psychology Press.
- Kasser, T. (2002). The High Price of Materialism. MIT Press.
- Csikszentmihalyi, M. (1999). If We Are So Rich, Why Aren’t We Happy? American Psychologist, 54(10), 821–827.
- Twenge, J. M., & Campbell, W. K. (2018). The Narcissism Epidemic: Living in the Age of Entitlement. Atria Books.
- Bauman, Z. (2007). Consuming Life. Polity Press.
- Górnik-Durose, M. E. (2020). Materialism and well-being: The mediating role of individualistic and collectivistic values. Journal of Happiness Studies, 21(8), 2741–2761.